- ἀντλιαντλητήρ
- ἀντλιαντλητήρ, ῆρος, ὁ,A bucket, Men.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντλιαντλητήρ — bucket masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλιαντλητῆρα — ἀντλιαντλητήρ bucket masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλιαντλητῆρας — ἀντλιαντλητήρ bucket masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)